δεσποτάτος

δεσποτάτος
δεσποτάτος, -η, -ον (Μ) [δεσπότης]
1. αυτός που ανήκει στους άρχοντες «δεσποτάτους»
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ δεσποτάτος
αξιωματούχος κοντά στον δεσπότη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”